- συφιλομανής
- και συφιλιδομανής, -ές, Ναυτός που πάσχει από συφιλομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη / σύφιλις, -ίλιδος + -μανής (< μαίνομαι*), πρβλ. ναρκομανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συφιλιδομανής — ές, Ν βλ. συφιλομανής … Dictionary of Greek